μονόζυγο


μονόζυγο
Προφορά

Ετυμολογία
μονόζυγο μόνος + ζυγός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μονόζυγο

✦ γυμναστικό όργανο που αποτελείται από χαλύβδινη ή ξύλινη οριζόντια δοκό στηριγμένη σε δύο κάθετους στύλους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.