μονοετής


μονοετής
Προφορά

Ετυμολογία
μονοετής μόνος + έτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονοετής -ής, -ές

✦ ο ηλικίας ενός έτους
✦ που έχει διάρκεια ενός έτους: μονοετής φοίτηση

Συνώνυμα
ενιαύσιος
Αντίθετα
πολυετής
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.