μονοεδρικός
Προφορά
Ετυμολογία
μονοεδρικός μόνος + έδρα
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μονοεδρικός -ή, -ό
✦ για εκλογική περιφέρεια (νομό) που εκλέγει έναν μόνο από τους υποψήφιους βουλευτές: ο Νομός Ευρυτανίας είναι μονοεδρικός
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–