μονογενής


μονογενής
Προφορά

Ετυμολογία
μονογενής αρχαία ελληνική μονογενής

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονογενής -ής, -ές

✦ ο χωρίς αδέρφια, το μοναδικό παιδί οικογένειας
✦ (γραμμ.) όνομα με ένα μόνον τύπο για τα τρία γένη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.