μονογαμία
Προφορά
Ετυμολογία
μονογαμία μεταγενέστερη ελληνική μονογαμία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μονογαμία
✦ ο γάμος με μια μόνο γυναίκα ή έναν άντρα
✦ θεσμός που επιβάλλει στον άντρα και τη γυναίκα ένα μόνο γάμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
πολυγαμία
Επιρρήματα
–