μονιστικός


μονιστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μονιστικός μονιστής

Ερμηνεία
επίθετο┘ μονιστικός -ή, -ό

✦ αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μονιστή ή το μονισμό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.