μονάζω
Προφορά
Ετυμολογία
μονάζω μεταγενέστερη ελληνική μονάζω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μονάζω
✦ είμαι ή απομένω μόνος: σφαλνάνε κι οι πυλώνες, μονάζει το καμπαναριό (Τ. Παπατσώνης)
✦ ζω βίο μοναχικό
✦ (ειδ.) είμαι καλόγερος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–