μονάδα


μονάδα
Προφορά

Ετυμολογία
μονάδα αρχαία ελληνική μονάς

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μονάδα

✦ όλο θεωρούμενο ως ενότητα
✦ πράγμα, πρόσωπο ή ομάδα που θεωρείται ως μέρος μιας σύνθετης ολότητας: η οικογένεια αποτελεί μονάδα της κοινωνίας – η μονάδα στην ποίηση είναι η λέξη· η μονάδα στην πρόζα είναι η φράση, είναι η παράγραφος, είναι η σελίδα (Γ. Σεφέρης)
✦ (οικον.) βιομηχανική ή άλλη επιχείρηση ή και τμήμα αυτών που λειτουργεί αυτοτελώς: υδροηλεκτρική μονάδα
✦ (μαθημ.) ο μικρότερος θετικός ακέραιος αριθμός
✦ ποσότητα ή μέγεθος ως κοινό μέτρο όλων των άλλων ομοειδών ποσοτήτων ή μεγεθών
✦ (στρατ.) τμήμα υπό ενιαία διοίκηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.