μολυβένιος


μολυβένιος
Προφορά

Ετυμολογία
μολυβένιος μολύβι

Ερμηνεία
επίθετο┘ μολυβένιος -ια, -ιο

✦ κατασκευασμένος από μολύβι, μολύβδινος
✦ αυτός που έχει χρώμα σαν του μόλυβδου, μολυβής: ήταν ένα απομεσήμερο συννεφιασμένο, υγρό και κρύο, ένας μολυβένιος ουρανός (Πετσάλης-Διομήδης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.