μολεύω
Προφορά
Ετυμολογία
μολεύω αρχαία ελληνική μολύνω, με επίδρ. του νοθεύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μολεύω
✦ μεταδίδω μόλυσμα ή νόσημα, μολύνω: βρεθήκανε μολεμένα και μεταδώσανε την αρρώστια σ’ όλη την επαρχία (Π. Πρεβελάκης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–