μοκασίνι
Προφορά
Ετυμολογία
μοκασίνι └αγγλ┘moccasin• λ. των Ινδιάνων της Βόρειας Αμερικής
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μοκασίνι
✦ είδος μαλακού δερμάτινου παπουτσιού που φορούσαν οι Ινδιάνοι της Βόρειας Αμερικής
✦ είδος υποδημάτων που κατασκευάζονται από μαλακό δέρμα, χωρίς τακούνια, χωρίς κορδόνια, με πτυχωτή ραφή στο μπροστινό τμήμα του πάνω μέρους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–