μοιχεία
Προφορά
Ετυμολογία
μοιχεία αρχαία ελληνική μοιχεία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μοιχεία
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του μοιχεύω ή μοιχεύομαι, παράβαση της συζυγικής πίστης που συνίσταται στην ερωτική συνεύρεση δύο ετερόφυλων ατόμων από τα οποία το ένα τουλάχιστον είναι έγγαμο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–