μοιρολόγι


μοιρολόγι
Προφορά

Ετυμολογία
μοιρολόγι μεσαιωνική ελληνική μοιρολόγιον

Ερμηνεία
μοιρολόγι

✦ θρηνητικό τραγούδι για νεκρό: ν’ ακούσει αντρίκεια κλάματα, γυναίκεια μοιρολόγια (δημ. τραγ.)
✦ (γεν.) θρήνος, κλάψα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.