μοιρολογώ


μοιρολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
μοιρολογώ μεσαιωνική ελληνική μοιρολογῶ

Ερμηνεία
ρήμα μοιρολογώ -είς, -εί

✦ λέω μοιρολόγια, θρηνωδώ: να σκάψουνε το λάκκο, να τόνε μοιρολογήσουν κι οι γυναίκες (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.