μοιρολάτρισσα
Προφορά
Ετυμολογία
μοιρολάτρισσα μοίρα + λάτρης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μοιρολάτρισσα
✦ θηλ. μοιρολάτρισσα (Κ -τρις, -ιδος) ο κατεχόμενος από μοιρολατρία: ποτέ δεν του απέλιπε το θάρρος, ποτέ δεν υπήρξε μοιρολάτρης (Γ. Σεφέρης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–