μοιραστός


μοιραστός
Προφορά

Ετυμολογία
μοιραστός μοιράζω

Ερμηνεία
μοιραστός

✦ κ. μοιραστός, -ή, -ό επίθ. που πρέπει να μοιραστεί, που ανήκει σε δύο ή περισσότερους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.