μοιρασιά
Προφορά
Ετυμολογία
μοιρασιά μεσαιωνική ελληνική μοιρασία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μοιρασιά
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του μοιράζω, χωρισμός σε μερίδια, διανομή: παραπονιέται πως αδικήθηκε στη μοιρασιά
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–