μοίραρχος
Προφορά
Ετυμολογία
μοίραρχος μοίρα + άρχω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μοίραρχος
✦ αξιωματικός της χωροφυλακής
✦ (στρατιωτ.) διοικητής μοίρας πυροβολικού
✦ (ναυτ.) αρχηγός μοίρας πολεμικού στόλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–