μνημειακός


μνημειακός
Προφορά

Ετυμολογία
μνημειακός μνημείον

Ερμηνεία
επίθετο┘ μνημειακός -ή, -ό

✦ που έχει τη μεγαλοπρέπεια μνημείου, μνημειώδης: μνημειακή τέχνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.