μιτοχόνδριο
Προφορά
Ετυμολογία
μιτοχόνδριο └αγγλ┘mitochondrion
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μιτοχόνδριο
✦ συν. στον πληθ. μιτοχόνδρια, στρογγυλά ή επιμήκη κυτταρικά οργανίδια που βρίσκονται έξω από τον πυρήνα του κυττάρου, αποτελούν ενεργειακές μονάδες του πρωτοπλάσματος και είναι πλούσια σε λίπη, πρωτεΐνες και ένζυμα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–