μισερός


μισερός
Προφορά

Ετυμολογία
μισερός μισός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μισερός -ή, -ό

✦ ατελής, κολοβωμένος: τα μισερά έκτακτα μέτρα για το νέφος για μιαν ακόμη φορά ουδόλως το επτόησαν (Τα Νέα)
✦ (για πρόσ.) ανάπηρος σωματικά ή διανοητικά, σακάτης

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.