μισερεύω


μισερεύω
Προφορά

Ετυμολογία
μισερεύω μισερός

Ερμηνεία
μισερεύω

✦ κ. μισερεύω ρ. κάνω κάποιον μισερό, σακατεύω

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.