μητρόπολη
Προφορά
Ετυμολογία
μητρόπολη αρχαία ελληνική μητρόπολις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μητρόπολη
✦ πόλη ή πολιτεία που δημιούργησε αποικία
✦ το κράτος σε σχέση με τις αποικίες του
✦ η πρωτεύουσα μιας χώρας
✦ το κύριο πολιτιστικό, θρησκευτικό κτλ. κέντρο ενός τόπου
✦ (εκκλ.) ο επισημότερος ναός μιας πόλης, ο καθεδρικός ναός
✦ η έδρα και η κατοικία του μητροπολίτη καθώς και η περιοχή όπου εκτείνεται η εκκλησιαστική εξουσία του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–