μητρορραγία
Προφορά
Ετυμολογία
μητρορραγία μήτρα + ρήγνυμι
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μητρορραγία
✦ αιμορραγία της μήτρας που οφείλεται σε παθολογικά ή τραυματικά αίτια (σε αντιδιαστολή προς την εμμηνορρυσία, που αποτελεί κατάσταση φυσιολογική)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–