μητροπολιτικός
Προφορά
Ετυμολογία
μητροπολιτικός μεταγενέστερη ελληνική μητροπολιτικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μητροπολιτικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στη μητρόπολη (ως χώρα ή πόλη)
✦ ο σχετικός με την εκκλησιαστική μητρόπολη ή τον μητροπολίτη
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–