μητρομανία


μητρομανία
Προφορά

Ετυμολογία
μητρομανία μεταγενέστερη ελληνική μητρομανία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μητρομανία

✦ η παθολογική, ακόρεστη επιθυμία γυναίκας για συνουσία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.