μητρομανής


μητρομανής
Προφορά

Ετυμολογία
μητρομανής μήτρα + μαίνομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μητρομανής

✦ γυναίκα που πάσχει από μητρομανία, που δε χορταίνει να συνουσιάζεται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.