μητριός


μητριός
Προφορά

Ετυμολογία
μητριός μητριά

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μητριός

✦ ο σύζυγος της μητέρας σε σχέση με τα παιδιά της από άλλο γάμο (βλ. κ. πατριός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.