μητριαρχία


μητριαρχία
Προφορά

Ετυμολογία
μητριαρχία μήτηρ + άρχω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μητριαρχία

✦ κοινωνικό σύστημα κατά το οποίο η γυναίκα κυβερνά, κυριαρχεί στην οικογενειακή και πολιτική ζωή

Συνώνυμα

Αντίθετα
πατριαρχία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.