μηρυκαστικός


μηρυκαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μηρυκαστικός μηρυκάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μηρυκαστικός -ή, -ό

✦ που μηρυκάζει
✦ πληθ. ουδ. τα μηρυκαστικά ως ουσ., κατηγορία θηλαστικών ζώων που αναμασούν την τροφή τους

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.