μηριαίος


μηριαίος
Προφορά

Ετυμολογία
μηριαίος αρχαία ελληνική μηριαῖος

Ερμηνεία
μηριαίος

✦ -αία, -αίο επίθ. (Κ -αία, -αίον) ο του μηρού: μηριαίον οστούν

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.