μηνώ
Προφορά
Ετυμολογία
μηνώ μεσαιωνική ελληνική μηνῶ, από το ἐμήνυσα, αόρ. του αρχαίου ελληνικού μηνύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μηνώ -άς, -ά
✦ στέλνω παραγγελία ή εντολή, ειδοποιώ: μηνύσανε του πασά με το γραμματοφόρο (Π. Πρεβελάκης) – δεν πάει μήνας που στρατεύτηκε και μας μήνυσε πως θα λιποταχτήσει (Διδώ Σωτηρίου)
✦ αναγγέλλω, γνωστοποιώ, φανερώνω: χτυπήσανε οι καμπάνες… μηνώντας πως εζύγωσε η φωτιά (Πετσάλης-Διομήδης) – τέλος του κόσμου η προφητεία μηνά (Κ. Βάρναλης)
✦ στέλνω και προσκαλώ: μου μήνυσε… να πάω μια μέρα να τη δώ (Μ. Μαλακάσης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–