μηνυτήριος


μηνυτήριος
Προφορά

Ετυμολογία
μηνυτήριος μηνύω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μηνυτήριος -α, -ο

✦ που περιέχει μήνυση, που καταγγέλλει αξιόποινη πράξη στις αρμόδιες αρχές: μηνυτήρια αναφορά – μηνυτήριο έγγραφο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.