μηνίσκος
Προφορά
Ετυμολογία
μηνίσκος αρχαία ελληνική μηνίσκος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μηνίσκος
✦ ημισέληνος, μισοφέγγαρο
✦ κάθε σχήμα ή αντικείμενο που μοιάζει με μισοφέγγαρο
✦ (μαθημ.) γεωμετρικό σχήμα που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο τόξων
✦ (ανατομ.) ινοχόνδρινο πέταλο που παρεμβάλλεται ανάμεσα στα οστά σε ορισμένες αρθρώσεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–