μηνίγγι
Προφορά
Ετυμολογία
μηνίγγι μεταγενέστερη ελληνική μηνίγγιον
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το μηνίγγι
✦ καθεμιά από τις τρεις λεπτές μεμβράνες που περιβάλλουν τον εγκέφαλο και τον νωτιαίο μυελό
✦ πληθ. τα μηνίγγια, οι κρόταφοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–