μετριότητα
Προφορά
Ετυμολογία
μετριότητα αρχαία ελληνική μετριότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετριότητα
✦ η ιδιότητα του μέτριου
✦ η έλλειψη ιδιαίτερης αξίας: τίποτε δεν ισοπεδώνει περισσότερο από τη μετριότητα (Γ. Σεφέρης)
✦ (κ. για πρόσ.) άνθρωπος περιορισμένων ικανοτήτων: θέλει να περνιέται για σπουδαίος ενώ είναι μετριότητα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–