μετρική
Προφορά
Ετυμολογία
μετρική αρχαία ελληνική μετρική, └θηλ┘ του επιθέτου μετρικός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η μετρική
✦ το σύνολο των κανόνων που διέπουν την τέχνη της στιχουργίας
✦ η επιστήμη που μελετά τους στιχουργικούς κανόνες και τα σχετικά με την εφαρμογή τους
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–