μετριαστικός


μετριαστικός
Προφορά

Ετυμολογία
μετριαστικός μετριάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ μετριαστικός -ή, -ό

✦ που συντελεί στον μετριασμό, στον κατευνασμό

Συνώνυμα

Αντίθετα
μετριαστικά (Κ μετριαστικώς)
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.