μετριάζω


μετριάζω
Προφορά

Ετυμολογία
μετριάζω αρχαία ελληνική μετριάζω

Ερμηνεία
ρήμα μετριάζω

✦ μειώνω κάτι κατά το ποσό ή την ένταση: μετριάστε τις απαιτήσεις σας – με το φάρμακο, μετριάστηκε κάπως ο πόνος

Συνώνυμα

Αντίθετα
αυξάνω
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.