μετριάζω Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μετριάζωΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μετριάζω.mp3Ετυμολογίαμετριάζω αρχαία ελληνική μετριάζω Ερμηνεία└ρήμα┘ μετριάζω ✦ μειώνω κάτι κατά το ποσό ή την ένταση: μετριάστε τις απαιτήσεις σας – με το φάρμακο, μετριάστηκε κάπως ο πόνος Συνώνυμα–ΑντίθετααυξάνωΕπιρρήματα–