μετρητός


μετρητός
Προφορά

Ετυμολογία
μετρητός αρχαία ελληνική μετρητός

Ερμηνεία
επίθετο┘ μετρητός -ή, -ό

✦ που μπορεί να μετρηθεί
✦ το ουδ. μετρητό ως ουσ., το ρευστό χρήμα (βλ. κ. μετρητά)

Συνώνυμα

Αντίθετα
αμέτρητος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.