μετρ Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply μετρΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/4/μετρ.mp3Ετυμολογίαμετρ └γαλλ┘ maître Ερμηνεία μετρ ✦ άκλ. ουσ. αυτός που διευθύνει έργο ή υπηρεσία, ο επικεφαλής ✦ δάσκαλος ✦ που κατέχει σε μεγάλο βαθμό τέχνη ή γνώσεις Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–