μετοχικός
Προφορά
Ετυμολογία
μετοχικός μεταγενέστερη ελληνική μετοχικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ μετοχικός -ή, -ό
✦ που υπάρχει ή γίνεται μαζί με κάποιον άλλο, με συμμετοχή
✦ ο αναφερόμενος στη μετοχή ή τον μέτοχο
✦ (γραμμ.) που εκφέρεται με μετοχή
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
μετοχικά (Κ μετοχικώς)