μετοχιάριος


μετοχιάριος
Προφορά

Ετυμολογία
μετοχιάριος └ουσ┘ μετόχι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μετοχιάριος

✦ μοναχός που μένει σε μετόχι
✦ καλλιεργητής κτημάτων μετοχιού

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.