μετεωρισμός
Προφορά
Ετυμολογία
μετεωρισμός αρχαία ελληνική μετεωρισμός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο μετεωρισμός
✦ ανύψωση στον αέρα |(ιατρ.) διόγκωση της κοιλιάς από συσσώρευση αερίων στα έντερα και στο στομάχι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–