μετεωρίτης


μετεωρίτης
Προφορά

Ετυμολογία
μετεωρίτης μετέωρο

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο μετεωρίτης

✦ θραύσμα στερεού υλικού αστρικής προελεύσεως, που πέφτει από το διάστημα στη γη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.