μετεπιβίβαση


μετεπιβίβαση
Προφορά

Ετυμολογία
μετεπιβίβαση μετεπιβιβάζομαι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η μετεπιβίβαση

✦ αλλαγή μεταφορικού μέσου, αποβίβαση από ένα μεταφορικό μέσο και επιβίβαση σε άλλο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.