μετεξεταστέος


μετεξεταστέος
Προφορά

Ετυμολογία
μετεξεταστέος μετά + εξεταστέος

Ερμηνεία
επίθετο┘ μετεξεταστέος -α, -ο

✦ ο υποχρεωμένος να επανεξεταστεί, επανεξεταστέος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.