μετέωρο


μετέωρο
Προφορά

Ετυμολογία
μετέωρο αρχαία ελληνική μετέωρον, └ουδ┘ του επιθέτου μετέωρος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το μετέωρο

✦ κάθε φαινόμενο που συμβαίνει στην ατμόσφαιρα (κεραυνός, ουράνιο τόξο κτλ.)
✦ (ειδ.) σώμα που πέφτει από το διάστημα (αερόλιθος, διάττων)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.