μετέχω
Προφορά
Ετυμολογία
μετέχω αρχαία ελληνική μετέχω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μετέχω
✦ παίρνω μέρος σε κάτι, συμμετέχω: στη συνεδρίαση μετείχαν όλοι οι βουλευτές
✦ έχω μέσα μου, ενέχω, εμπεριέχω: ως σκελετός μετέχει εκ φύσεως κάποιας γεωμετρικής κατασκευής (Χατζηκυριάκος-Γκίκας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–