μετέρχομαι
Προφορά
Ετυμολογία
μετέρχομαι αρχαία ελληνική μετέρχομαι
Ερμηνεία
└ρήμα┘ μετέρχομαι
✦ ασκώ κάποιο επάγγελμα: μετέρχεται το δικηγορικό επάγγελμα
✦ χρησιμοποιώ μέσα, μεθόδους για κάποιον σκοπό: μετήλθε κάθε μέσο και μέθοδο για να επιτύχει τους σκοπούς του· εύχρ. ιδ. στη φρ. μετέρχομαι παν θεμιτόν και αθέμιτον μέσον, χρησιμοποιώ κάθε μέσο, δεν διστάζω μπροστά σε τίποτα, ά. πατώ επί πτωμάτων
✦ μετέρχομαι βίαν, επιβάλλω κάτι με τη βία, ασκώ βία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–